- κατάρχαιος
- -α, -οπάρα πολύ αρχαίος, πανάρχαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀρχαῖος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρχαϊκός — ή, ό [κατάρχαιος] κατάρχαιος, πανάρχαιος … Dictionary of Greek
История жизни на Земле — млн л … Википедия